Η χρεοκοπημένη Αριστερά(και μία κριτική)

2011-02-01 16:30

 

Η χρεοκοπημένη Αριστερά (Ι)


Από το
Κοινοτικόν

(Απόσπασμα από εισήγηση που παρουσιάστηκε στην 6η Πανελλήνια Συνάντηση του Άρδην και της Ρήξης, το Σεπτέμβριο του 2010, στην Αθήνα)

Ολοένα και πιο φανερά, η κρίση και επαπειλούμενη χρεοκοπία της χώρας συνοδεύεται από τη θανάσιμη κρίση και επαπειλούμενη χρεοκοπία μιας συγκεκριμένης Αριστεράς, η οποία προκάλεσε την τελευταία δεκαετία (δυσανάλογο με το πραγματικό της μέγεθος) θόρυβο, ο οποίος με τη σειρά του έπεισε αρκετούς ανθρώπους για την πιθανότητα αυτή η Αριστερά να αποτελέσει τον καταλύτη στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.

Παρατηρούμε, λοιπόν, το φαινομενικά παράδοξο η βιαιότητα της επίθεσης της κυβέρνησης και της κατοχικής τρόικας σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων, αντί να φέρνει στο πολιτικό προσκήνιο αυτήν την Αριστερά, να την οδηγεί αντίθετα στα τάρταρα της πολιτικής ανυποληψίας, σπαρασσόμενη, μπλοκαρισμένη, αμήχανη και εν τέλει παντελώς αδύναμη να προσφέρει την παραμικρή βοήθεια στο λαό, στον οποίο θεωρητικώς ομνύει, αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό.

Ο συχνά γελοιογραφικός και επιθεωρησιακός χαρακτήρας της δραστηριότητάς της (περίπτωση αρνήσεων Σακοράφα - Τσακνή, αναζήτηση «σοσιαλιστών» για υποψηφίους των μεγάλων δήμων και περιφερειών, διπλές και τριπλές υποψηφιότητες, δημιουργία αναρίθμητων «μετώπων», «βημάτων», «πρωτοβουλιών» των ολίγων δεκάδων μελών έκαστο, ατέρμονοι καυγάδες και συναλλαγές μεταξύ οργανώσεων, κομμάτων, συνιστωσών, μετώπων, προσώπων με επίδικο την «ενότητα της αριστεράς», ξυλοδαρμοί κ.λπ.) αποκρύπτει μια πλειάδα παραγόντων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σημερινή ανυποληψία αυτής της Αριστεράς είτε στην κοινοβουλευτική της μορφή (ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗ.ΑΡΙ.) είτε στη «ριζοσπαστική» εξωκοινοβουλευτική της.

Οι παράγοντες αυτοί είναι ισχυρά αλληλοεξαρτώμενοι και σαν πιο σημαντικούς θα μπορούσαμε να αριθμήσουμε:

● Την ταξική διαστρωμάτωση των οργανώσεων και των κομμάτων αυτής της Αριστεράς.

● Τη στάση που κράτησαν από το '90 και μετά απέναντι στη σχέση κοινωνικού - εθνικού - διεθνούς σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και νέας τάξης πραγμάτων.

● Τη στάση που κράτησαν απέναντι στις «νέου τύπου» εξεγέρσεις και τα πολιτικά συμπεράσματα που έβγαλαν από παρόμοια κοινωνικά φαινόμενα (π.χ. εξέγερση του Δεκέμβρη).

Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρηθεί να αναλυθούν οι πιο πάνω παράγοντες. Από την ανάλυση αυτή θα εξαιρεθεί το ΚΚΕ, όχι γιατί δεν το αφορούν κάποια από τα στοιχεία της ανάλυσης, αλλά γιατί, πρώτον, φέρει κάποια ιδιαίτερα ταξικά, πολιτικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν σε σημαντικό βαθμό από την υπόλοιπη Αριστερά και, δεύτερον, είναι κάτι πάρα πάνω από φανερή η άρνησή του να επιδιώξει οποιοδήποτε ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις.

Η επιλογή της οργανωτικής αυτάρκειας και αυτοποιητικής αναπαραγωγής της οργανωτικής του δομής αποτελεί την κυρίαρχη στρατηγική επιλογή αυτού του κόμματος.


Η ταξική διαστρωμάτωση

Η όποια δυναμική κομμάτων και οργανώσεων της σύγχρονης «ριζοσπαστικής», «ανανεωτικής» ή «επαναστατικής» Αριστεράς αναπτύσσεται κυρίως εντός των μεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα σε αυτά που αναδύθηκαν την τελευταία εικοσαετία.

Έτσι, εκτός από την παραδοσιακή δεξαμενή της δημοσιοϋπαλληλίας, η Αριστερά αυτή ζει και αναπτύσσεται στο χώρο των Πανεπιστημίων και της «διανόησης», στα υψηλά κλιμάκια των υπουργείων και των οργανισμών, στα ευρωπαϊκά προγράμματα, στις επιδοτούμενες ΜΚΟ, στη διαφήμιση, στη βιομηχανία του θεάματος και της «νεολαιίστικης κουλτούρας», στον ανώτερο τεχνικό κόσμο και την πληροφορική.

Η σχέση της με τον κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας, της υπαίθρου, του μικρού μαγαζιού ή της βιοτεχνίας και της απροστάτευτης ανειδίκευτης εργασίας είναι από αναιμική έως ανύπαρκτη.

Το πνεύμα του παρασιτισμού, του καταναλωτικού ευδαιμονισμού, του ατομισμού και εστετισμού, του διανοητικού κομφορμισμού που χαρακτηρίζει αυτά τα νέα μεσαία στρώματα δεν ετρώθη από την αριστερή τοποθέτηση κάποιων μελών τους, αλλά αντίθετα καθόρισε το επίπεδο της ανάλυσης της πραγματικότητας, της οργανωτικής μορφής και της ποιότητας του πολιτικού λόγου των αντίστοιχων αριστερών οργανώσεων και κομμάτων.

Ιδιαίτερα στον χώρο της νεολαίας και των πρώτων παραγωγικών ηλικιών, η ομολογία πίστεως στις «αξίες της Αριστεράς» δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από μια ριζική διαφοροποίηση στο επίπεδο του τρόπου ζωής σε σχέση με τους ομήλικους που ενστερνίζονται άλλες «αξίες», πέρα ίσως από την τήρηση κάποιων κανόνων αριστερού λάιφ στάιλ και πολιτικής ορθότητος.

Επιπρόσθετα η μεταμοντέρνα δυσανεξία απέναντι σε σταθερές συλλογικές ταυτότητες οδηγεί και σε μια χαλαρή κι εξατομικευμένη δέσμευση απέναντι στις συλλογικότητες (οργάνωση, συνδικάτο κ.λπ.).

Έχει συνεπώς ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς ομοιότητες στην πολιτική συμπεριφορά που επέδειξαν οι πολιτικοί σχηματισμοί αυτής της Αριστεράς με χαρακτηριστικά της κοινωνικής συμπεριφοράς των νέων μεσαίων στρωμάτων.

Έτσι, τη στιγμή που ξέσπαγε με σφοδρότητα στη χώρα η κρίση του χρέους και οδηγούνταν στη χρεοκοπία (πραγματικά και μεταφορικά) το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της μεταπολίτευσης, η συγκεκριμένη Αριστερά μιλούσε για «κρίση - πρόσχημα», «για τρικ του αστισμού» και λοιπές αστειότητες άρνησης της πραγματικότητας, βουτηγμένη στη μακαριότητα της καθημερινότητάς της: εξαγγελία μιας νέας αντιρατσιστικής πορείας, κινητοποίηση σε κάποια συνοικία για την αστυνομική αυθαιρεσία και νιοστή κατάληψη κάποιας πρυτανείας για το άσυλο.

Όταν σύντομα κατάλαβε το μέγεθος του προβλήματος και τη βαναυσότητα της επίθεσης από τη μεριά της κυβέρνησης και των ελίτ που την στηρίζουν, άρχισε μια ακατάσχετη συνθηματολογία για «λεφτά που υπάρχουν», για «λαϊκά ομόλογα», για «πανευρωπαϊκές απεργίες» και λοιπές μπαρούφες, κάλυμμα της αδυναμίας οργάνωσης της λαϊκής ανταπάντησης, εδώ και τώρα και στο ίδιο επίπεδο σφοδρότητας με την επίθεση που δέχεται ο λαός και η χώρα.

Συνακόλουθα υποστηρίχτηκαν και τότε διαδικασίες και μέθοδοι πάλης που προσιδιάζουν στις παρελθούσες περιόδους της ευμάρειας, της ανάπτυξης και της «κοινωνικής συναίνεσης», στη θερμοκοιτίδα δηλαδή που ενηλικιώθηκαν τα νέα μεσαία στρώματα, και όχι σε μια περίοδο θανάσιμου ταξικού ανταγωνισμού όπου ο «θάνατος» πλατιών κοινωνικών στρωμάτων και ίσως και της ίδιας της χώρας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη «ζωή» των ντόπιων ελίτ και των υπερεθνικών προστατών ή συνεργατών τους. Συνεπώς: αναμονή από τα συνδικάτα - εξαγγελία 24ωρης απεργίας - πορεία - αναμονή για νέα εξαγγελία - νέα απεργία ή στάση εργασίας, κλπ, κλπ.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πρώτος γύρος της αντιπαράθεσης έληξε με καθαρή νίκη (προσωρινή, ελπίζουμε) των κατοχικών δυνάμεων και της κυβέρνησης ανδρεικέλων του Παπανδρέου, καθώς ο τελευταίος, με την αμέριστη συμπαράσταση των ΜΜΕ, κατόρθωσε να πλασάρει εαυτόν ως εθνοσωτήρα που με τα μέτρα του αποσόβησε την άμεση πτώχευση της χώρας.

Ο λαός παραμένει παραζαλισμένος από τα χτυπήματα, το πολίτευμα ολιγαρχοποιείται τάχιστα, η χώρα οδεύει σε πλήρη εκποίηση, αν όχι διάλυση, η εθνική κυριαρχία περιορίζεται όχι μόνο σε επίπεδο εθνικής οικονομίας αλλά και σε εκείνο της εθνικής ακεραιότητας και η εν λόγω Αριστερά βγάζει τα «συμπεράσματά» της:

Είτε φταίει η «κακούργα κενωνία» κι ο «καθυστερημένος» λαός που δεν καταλαβαίνουν την (ανύπαρκτη) αριστερή πρόταση «αγώνα κι εξόδου από την κρίση», είτε φταίνε οι «αντικειμενικές συνθήκες», είτε φταίει «η πολυδιάσπαση της Αριστεράς» (άρα ξανά κι απ' την αρχή το προσφιλές σπορ των συζητήσεων και των πάρε - δώσε για μια «νέα» ενότητα της Αριστεράς), είτε τέλος το προγραμματικό, ιδεολογικό και οργανωτικό κενό αναπληρώνεται με κραυγαλέες διακηρύξεις για ένα «νέο ΕΑΜ», μια «νέα παλιγγενεσία», ένα «νέο '17» και άλλα ηρωικά και ταυτόχρονα πένθιμα, όταν εξαγγέλλονται από τη συγκεκριμένη αριστερά!

Συνάμα, σε πιο ατομικό επίπεδο, η αποστράτευση και η απογοήτευση των ειλικρινών οπαδών και η λογική ο σώζων εαυτόν σωθήτω των «περαστικών», κάνουν ορατά πια τα σημάδια τους εντείνοντας τον κίνδυνο της πολιτικής κατάρρευσης.

Συνοψίζοντας διαπιστώνουμε ότι οι πολιτικές αντιδράσεις αυτού του χώρου βρίσκονται σε συνάφεια με τη μεσοαστική ταξική του βάση. Ο μοντέρνος μεσοαστός βλέπει την καταστροφή να έρχεται, αλλά συνεχίζει να ζει στη λάιφ στάιλ μακαριότητά του.

Όταν εκείνη έρθει, πανικόβλητος προσπαθεί να αντιδράσει, αλλά έχει ξεχάσει πως τα όπλα του είναι σκουριασμένα (συχνά, δε, στο πίσω μέρος του μυαλού του εξακολουθεί να παραμυθιάζεται με την ελπίδα πως κάτι θα γίνει και τα «πράγματα θα αλλάξουν»).

Όταν η καταστροφή συντελείται, τότε είτε ρίχνει το φταίξιμο στους «άλλους», είτε το ρίχνει στους αυτοοικτιρμούς και την ομφαλοσκόπηση είτε «αντιμετωπίζει» την πραγματικότητα πυροβολώντας την με τους ευσεβείς του πόθους…

Εν τέλει θα ήταν ιστορικά παράδοξο πολιτικές οργανώσεις μεσοαστών να μπορούσαν να συνθέσουν και να οργανώσουν τη λαϊκή πάλη απέναντι σε μιας τέτοιας έκτασης πολύπλευρη επίθεση, όπως αυτή που δέχεται σήμερα ο ελληνικός λαός, χωρίς να αυτοαναιρεθούν.

Η ύπαρξη, εντός της υπό περιγραφή Αριστεράς, αξιόλογων φωνών και ομαδοποιήσεων, που δείχνουν να αντιλαμβάνονται το διακύβευμα και σίγουρα μπορούν να βοηθήσουν στην οργάνωση της λαϊκής άμυνας δεν αναιρεί την εικόνα που εκπέμπει ο μέσος όρος.

Η αναμενόμενη κατάρρευση πλήθους μεσοστρωμάτων, ακόμα και των ευνοημένων της τελευταίας δεκαετίας, απειλεί να συμπαρασύρει και τους πολιτικούς τους εκφραστές και όχι μόνο στα κόμματα εξουσίας…

(Συνεχίζεται…)

Η χρεοκοπημένη Αριστερά (ΙΙ)



Από το
Κοινοτικόν

(Απόσπασμα από εισήγηση που παρουσιάστηκε στην 6η Πανελλήνια Συνάντηση του Άρδην και της Ρήξης, το Σεπτέμβριο του 2010, στην Αθήνα)

Η στάση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση

Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη στάση του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, θα λέγαμε ότι χονδρικά εμφανίστηκαν τρεις τάσεις: η κάθετη εναντίωση στην παγκοσμιοποιητική διαδικασία, η «ψύχραιμη» στάση στάθμισης των «καλών» και των «κακών» της παγκοσμιοποίησης, τέλος, η ενθουσιώδης αποδοχή της ως αναγκαίου σταδίου της εξελικτικής πορείας του καπιταλισμού προς το... τέλος του.

Με την πάροδο του χρόνου η πρώτη τάση αυτοπεριθωριοποιήθηκε ή σιώπησε (μπρος στα ποικίλα αγαθά της «ενότητας της Αριστεράς», βλ. Αλαβάνος, ΚΟΕ, Γλέζος, Λαφαζάνης κ.λπ.), ενώ οι άλλες δύο τάσεις πήραν την ηγεμονία και έδωσαν τον τόνο.

Η παγκοσμιοποίηση θεωρήθηκε ως μια διαδικασία μη αναστρέψιμη, «αντικειμενική», της οποίας οι οδυνηρές συνέπειες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την ανάδυση μιας «άλτερ παγκοσμιοποίησης» των πολύχρωμων παγκόσμιων κινημάτων, τα οποία θα πίεζαν τις υπερεθνικές ελίτ να συγκροτήσουν κάτι σαν ένα υπερεθνικό «κράτος πρόνοιας» για να λειαίνονται οι πιο αιχμηρές συνέπειες της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας.

Συχνά μάλιστα η παγκοσμιοποιητική διαδικασία καθεαυτή θεωρήθηκε και καλοδεχούμενη καθώς είτε κατέστρεφε τις «παράλογες» αγκυλώσεις της προηγούμενης ιστορικής περιόδου: το έθνος - κράτος, την ταυτοτικά ομοιογενή κοινωνία, τον χωρικά εντοπισμένο πολιτισμό, τον κρατικό προστατευτισμό κ.λπ., είτε με τις νέες προωθημένες παραγωγικές σχέσεις που εγκαθίδρυε θα μας έφερνε μια ώρα νωρίτερα στην επανάσταση και τον... κομμουνιστικό παράδεισο!

Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, ομολογουμένως ή ανομολογήτως, οι συνέπειες της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας θεωρήθηκαν από την αριστερή διανόηση και τους «ακτιβιστές» του κινήματος, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να απαλλαγούμε επιτέλους από τον «ελληναράδικο», «ορθόδοξο» και «λαϊκίστικο» χαρακτήρα της κοινωνίας μας, που έζεχνε Βαλκάνια.

Έτσι η τελευταία θα μπορούσε είτε να προσπέσει επιτέλους για προστασία στη στοργική αγκαλιά της Μεγάλης Ευρωπαϊκής Πατρίδας είτε να ενωθεί στη «νομαδική χαρά» του «παγκόσμιου πλήθους», κατά τις ιδεολογικές αερολογίες των Χαρντ και Νέγκρι, που τόσο συγκινούν τους νεαρούς αριστερούς ριζοσπάστες των μεσαίων στρωμάτων.

Το διάστημα, λοιπόν, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το κέντρο βάρους δόθηκε στη συμμετοχή και διοργάνωση διαμαρτυριών στα πέρατα της γης (ευρωπορείες, Κοινωνικό Φόρουμ κ.λπ.). Ο ταξιδιωτικός διεθνισμός και ο εκδρομικός αριστερισμός υποκατέστησαν τον αγώνα για την οργάνωση της πάλης των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στις ντόπιες παρασιτικές ελίτ που οδηγούσαν τη χώρα και την κοινωνία στο αδιέξοδο (με εξαίρεση ίσως ζητήματα που αφορούσαν κυρίως τη σπουδάζουσα νεολαία – άρθρο 16 κ.λπ.).

Η ίδια η έννοια του Λαού (ως μιας ιδιαίτερης, πλειοψηφικής, σύνθεσης των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων που δύναται να εμφανίσει ενιαία βούληση στην οποία μπορεί να αποδοθεί μία δράση αλλαγής της κοινωνίας) υποτιμήθηκε, αν δεν απορρίφθηκε ως ξοφλημένη και ολοκληρωτική την εποχή των «πολλαπλών υποκειμενικοτήτων».

Έτσι, ο «λαός», στον οποίο κατ' ουσίαν (και όχι λεκτικά ή από συνήθεια) αναφερόταν η συγκεκριμένη Αριστερά έπαψε να είναι ο πλειοψηφικός λαός. Αντικαταστάθηκε από τη «νεολαία» (αφηρημένα και αταξικά, για να κρυφτεί η σχεδόν αποκλειστική απεύθυνση στη μεσοστρωματική μητροπολιτική νεολαία), τις «μειονότητες» (εθνοτικές, κοινωνικές, σεξουαλικές, κλπ), τις «κοινότητες» (των Αφγανών μεταναστών, των Γκανέζων, των...
emo κ.λπ.), «την αριστερά και τους αριστερούς» κ.ο.κ.

Οι τεκμηριωμένες ανησυχίες της λαϊκής πλειοψηφίας για μια σειρά ζητημάτων που προέκυψαν από την παγκοσμιοποιητική έφοδο (η συλλογική ταυτότητα, η μετανάστευση, η εγκληματικότητα κ.λπ.) αγνοήθηκαν από τους δανδήδες της Αριστεράς, αν δεν χλευάστηκαν ως ρατσισμός, εθνικισμός, μικροαστικό βόλεμα και οπισθοδρομικότητα αφήνοντας απεριόριστη ελευθερία δράσης για την «πραγματιστική» άκρα δεξιά, της οποίας αναμένεται και άλλη εκρηκτική ανάπτυξη.

Ακόμα και η προσφιλέστατη ενασχόληση της συγκεκριμένης αριστεράς με τους μετανάστες δεν έγινε στη βάση της οργάνωσής τους και της ενσωμάτωσής τους στην τοπική κοινωνία με άξονα την ταξική αναφορά και την κοινότητα των ταξικών ή βιοτικών τους συμφερόντων με τα κατώτερα στρώματα του γηγενούς εργατικού δυναμικού.

Αντίθετα έγινε στη βάση της υιοθέτησης και αναπαραγωγής των αστικοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων του «ατομικού δικαιώματος» και της «πολυπολιτισμικότητας», τα οποία επιτείνουν τη διάκριση και απαγορεύουν τη σύνθεση.

Το χειρότερο απ' όλα στη στάση που περιγράψαμε είναι ότι αυτή δεν προκύπτει από κάποια τεκμηριωμένη ανάλυση της υλικής πραγματικότητας, από μια βαθιά μελέτη των ταξικών και γεωπολιτικών σχέσεων την εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Είναι απόρροια του ιδεαλιστικού ξεπεσμού της αριστερής και ριζοσπαστικής σκέψης, της ιδεολογικής θολούρας, της αμάσητης κατάποσης των «προοδευτικών» ιδεολογημάτων του διεθνοποιημένου καπιταλισμού (προερχομένων πάντα εξ Εσπερίας), της πρωτοφανούς απογείωσης και αφ' υψηλού θέασης των λαϊκών προβλημάτων, της απορρόφησης της πολιτικής δράσης από το θέαμα, της κυριαρχίας του επικοινωνιακού τεχνάσματος και της τεχνολογικής επίδειξης επί της οργανωτικής αναγκαιότητας.

Όλα τους σε άμεση συνάφεια με τα αντίστοιχα κλισέ της παγκοσμιοποιητικής βουλγκάτα: «ανοιχτά σύνορα», «δίκτυα», «νέες τεχνολογίες», «επικοινωνιακή επανάσταση», «έξυπνες αγορές», «έθνικ», «πολυπολιτισμός», «πολλές αλήθειες» κ.λπ.

Και αν η πολιτική αφέλεια και δειλία ή η ιδεολογική σκοπιμότητα μπατάρισαν τη συγκεκριμένη Αριστερά προς τη μεριά της παγκοσμιοποίησης, τότε η ταξική ένταξη πολλών αριστερών νομιμοποίησε για τα καλά αυτό το μπατάρισμα. Αυτή η Αριστερά θάλλει ακριβώς εκεί, στα νέα μεσαία στρώματα που αναδύθηκαν και ευνοήθηκαν την εποχή του διεθνοποιημένου καπιταλισμού.

Μέσα σε αυτό το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο κινείται η εν λόγω Αριστερά τη στιγμή που ξεσπάει με σφοδρότητα η κρίση που απειλεί ευθέως τη χώρα και το λαό με ανυπολόγιστη καταστροφή και οπισθοδρόμηση. Το μεγαλύτερο μέρος της, έστω και με καθυστέρηση και παλινωδίες, αντιλαμβάνεται το θανάσιμο κίνδυνο.

● Καταλαβαίνει ότι «η αριστερά και οι αριστεροί», δηλαδή ο αυτοαναφορικός πολιτικός και κοινωνικός μικρόκοσμός της, δεν επαρκούν ούτε για αστείο για να αντιμετωπιστεί η ολομέτωπη επίθεση των υπερεθνικών εισβολέων και των ντόπιων υποτακτικών τους.

● Κατανοεί ότι χρειάζεται η μαζική κινητοποίηση του «κόσμου» για να αναχαιτιστεί η επίθεση και να περισωθούν συλλογικά δικαιώματα και κατακτήσεις.

Η κινητοποίηση πια όχι των κοινοτήτων και ανθυποκοινοτήτων, των μειονοτήτων, των κολλητών του κοινωνικού κύκλου, των «πολλαπλών υποκειμένων» αλλά του Λαού, της ίδιας της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Όχι της «ετερότητας», την οποία λάτρεψε σαν νέο θεό το προηγούμενο διάστημα, αλλά του ενωμένου λαού. Αυτού του ίδιου που συκοφαντήθηκε ως βολεμένος και καθυστερημένος, ως εθνικιστής και θρησκόληπτος, ως απολίτιστος και άξεστος. Ενός λαού, όμως, εξαπατημένου, αποπροσανατολισμένου, ανοργάνωτου, αποσβολωμένου από τα χτυπήματα, με τη συλλογική του ταυτότητα διάτρητη πια.

Έκπληκτη η Αριστερά παρακολουθεί τη μεγαλύτερη επέλαση σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων και δικαιωμάτων, το πιο αισχρό ξεπούλημα του εθνικού πλούτου και την πιο αδίστακτη έξωθεν κηδεμόνευση της χώρας από το 1950 και μετά, να συναντάνε τη μικρότερη αναλογικά αντίσταση.

Σε μια από τις γνωστές ιστορικές πανουργίες, η κρίση φέρνει επιτέλους σε προτεραιότητα το «κοινωνικό / ταξικό» (διακαής πόθος της αριστερής διανόησης σε μια χώρα όπου το «εθνικό» είχε συχνά την προτεραιότητα), αλλά δυστυχώς αυτό μόνο του μένει κολοβό και ανίκανο να εμπνεύσει τη λαϊκή εξέγερση.

Το υπόστρωμα το οποίο ενοποιεί τα επιμέρους υποκείμενα, πάνω στο οποίο ανθίζουν οι αντιστάσεις και η αλληλεγγύη, εκείνο της πολιτισμικής ταυτότητας, είναι σήμερα υπονομευμένο. Και στην υπονόμευση αυτή η συγκεκριμένη Αριστερά έβαλε το λιθαράκι της με τη φιλο-παγκοσμιοποιητική της παρέκκλιση.

Η κρίση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, άμεσα συνδεδεμένη με την κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, στη δυτική της τουλάχιστον εκδοχή, είναι κατ' εξοχήν κρίση της παγκοσμιοποίησης και των μηχανισμών της. Απολύτως φυσιολογικά, μετατρέπεται σε κρίση εκείνης της Αριστεράς που αδιαφόρησε, σιώπησε ή ακόμα και έκλεισε πονηρά το μάτι απέναντι στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και στις υποτιθέμενες «ευεργετικές» ή «αντικειμενικές» του συνέπειες.

Έννοιες ξεχασμένες και λοιδορημένες, όπως εθνική ανεξαρτησία, εθνική αξιοπρέπεια, λαϊκή ενότητα, αυτόκεντρη ανάπτυξη, παραγωγική ανασυγκρότηση, εθνικοποιήσεις, οικονομικός σχεδιασμός, στάση πληρωμών, αποχώρηση από Ε.Ε. κ.λπ. βγαίνουν δυναμικά πάλι στο προσκήνιο. Ο ίδιος ο λαός, με γοργούς ρυθμούς, ξαναγυρνάει στην ιστορική του μνήμη και τη χαμένη πολιτισμική του ταυτότητα για να καταλάβει τι του συνέβη και να βρει κάπου να πιαστεί τη στιγμή που το έδαφος χάνεται κάτω από τα πόδια του.

Η πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στους σχηματισμούς της υπό μελέτη Αριστεράς, είτε αυτή εκδηλώνεται ανοιχτά (πολυδιάσπαση ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ) είτε υποβόσκει (εξωκοινοβουλευτική αριστερά), σχετίζεται άμεσα με τις ανακατατάξεις που περιγράψαμε πιο πάνω.

Ακόμα και στον ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα έντονα γελοιογραφικά χαρακτηριστικά της κρίσης που ενισχύουν μια καρικατουρίστικη εκδοχή της πολιτικής διαπάλης, δεν μπορούν να μην εντοπιστούν τα δύο στρατόπεδα που στοιχειακά σχηματίζονται.

● Από τη μία όσοι εκόντες - άκοντες κατανοούν πια ότι ο καιρός της πολιτικής και ιδεολογικής απογείωσης πέρασε ανεπιστρεπτί και πρέπει να γειωθούν πάλι στην ελληνική πραγματικότητα κλίνοντας προς μια «εθνικοανεξαρτησιακή» στρατηγική και πρακτική (εξ ου και οι εκκλήσεις για «νέο ΕΑΜ», «νέα παλιγγενεσία» κ.λπ.).

● Από την άλλη όσοι παραμένουν πεισματικά αγκυλωμένοι στα φιλοπαγκοσμιοποιητικά ιδεολογήματα και τον ιδεοληπτικό ευρωπαϊσμό και αντιμετωπίζουν με τρόμο και αηδία το ενδεχόμενο μιας «εθνικής αναδίπλωσης» κι ενός «αριστερού πατριωτισμού».

Η στοίχιση των δύο στρατοπέδων γύρω από τον Αλαβάνο και τον Τσίπρα αντίστοιχα είναι πολύ πρόωρο να αποτυπωθεί, καθώς στους υποστηρικτές του Αλαβάνου συμπεριλαμβάνονται πλείστοι όσοι ακούνε με ανατριχίλα τις εθνικοανεξαρτησιακές του και λαϊκιστικές κορώνες ενώ ο ίδιος ο Τσίπρας, παρ’ όλο που συσπειρώνει γύρω του τον εξαρχειώτικο αριστερό εθνομηδενισμό (μετά την αποχώρηση του κολωνακιώτικου με τον Κουβέλη), δεν δίστασε να στηρίξει τον «εθνικιστή» και «λαϊκιστή» Μητρόπουλο!

Συνοψίζοντας, ένα είναι πεντακάθαρο. Η κρίση του ελληνικού οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού είναι κρίση του ιδιότυπου (παρασιτικού) τρόπου ένταξής του στις δομές του διεθνοποιημένου καπιταλισμού από το '90 και μετά. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα στήριξαν ή αποδέχτηκαν αυτήν την ένταξη θα πληρώσουν βαρύ αντίτιμο το επόμενο διάστημα.

Από τον κανόνα αυτό δεν θα εξαιρεθούν οι αντίστοιχες δυνάμεις της Αριστεράς, όσες στροφές και αν επιχειρήσουν, όσες κωλοτούμπες και αν (ξανα)κάνουν οι ηγεσίες τους.

(Συνεχίζεται...)

Η χρεοκοπημένη Αριστερά (ΙΙΙ)



Από το Κοινοτικόν

(Απόσπασμα από εισήγηση που παρουσιάστηκε στην 6η Πανελλήνια Συνάντηση του Άρδην και της Ρήξης, το Σεπτέμβριο του 2010, στην Αθήνα)

Η στάση απέναντι στις «νέου τύπου» εξεγέρσεις

Η εν λόγω Αριστερά, σε όλες της τις εκφράσεις, με εξαίρεση ίσως το κομμάτι που αποτελεί το χώρο της σημερινής ΔΗ.ΑΡΙ., επικεντρώθηκε πολιτικά στη δυναμική και την προοπτική που υπέθεσε ότι υπέκρυπτε η νεανική συγκρουσιακή πρακτική έτσι όπως αυτή ωρίμασε τα τελευταία χρόνια μέσα στις μαθητικές κυρίως κινητοποιήσεις και τη δράση του αντεξουσιαστικού χώρου. Μια πρακτική που έφτασε στην ανεξέλεγκτη κορύφωσή της με την περίφημη «εξέγερση του Δεκέμβρη του '08».

Μέσα στη θεαματική έκλυση της νεανικής βίας οι φωστήρες της αριστεράς εντόπισαν τα στοιχεία από τις «εξεγέρσεις του μέλλοντος». Το αδιάκριτο σπάσιμο και κάψιμο (ανεξαρτήτως του στόχου, από τράπεζες έως δημόσια μέσα μεταφοράς και στάσεις λεωφορείων), η γενικευμένη λεηλασία (από ψιλικατζίδικα έως επώνυμες αλυσίδες), η διάχυτη βεβήλωση μνημείων και κτιρίων (ανεξαρτήτως του ποια μνήμη διατηρούν) κ.λπ., ο διάχυτος δηλαδή μηδενισμός αυτής της βίας, χαιρετίστηκαν ως «δικαιολογημένη οργή» της νεολαίας.

Η ίδια αυτή νεολαία έγινε σαν τους άφυλους αγγέλους της δυτικής εκκλησίας και μέσα στο χαρακτηριστικό «εξεγερμένη» πολτοποιήθηκαν όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά της (ταξικά, πολιτισμικά, εθνοτικά, χωροταξικά κ.λπ.).

Ο μεσοαστός νεολαίος των βορείων προαστίων με τα επιμελώς ατημέλητα ρουχαλάκια των εκατοντάδων ευρώ που σπάει την ανία του play station παίρνοντας μια γερή δόση αδρεναλίνης στον δρόμο γίνεται το ίδιο με τον απόκληρο μετανάστη νεολαίο από τον Κολωνό που τα σπάει για να βουτήξει αυτό το ίδιο play station - σύμβολο του άπιαστου καταναλωτικού ονείρου και τον λούμπεν νεολαίο που στο ίδιο εργαλείο αντικρίζει ένα εικοσάρικο ή μια δόση πέριξ της Ομόνοιας.

Όλα τα παραδοσιακά αναλυτικά εργαλεία, η διαλεκτική σκέψη και η ιστορική απώθηση προς την ανορθόλογη και κουκουλοφόρα βία απενεργοποιούνται μέσα στην ιδεοληπτική νύχτα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς που νιώθει αναβαπτισμένη στο ζωοποιό φως της «εξέγερσης». Η παιδοκολακεία γίνεται πολιτική μόδα βρίσκοντας στο πρόσωπο του Αλαβάνου και του τηλεοπτικού του alter ego, του Λαζόπουλου, τους θεμελιώδεις εκφραστές της.

Και αν η μια πλευρά αυτής της στάσης δικαιολογείται συναισθηματικά, ψυχολογικά και κοινωνιολογικά, λαμβάνοντας υπ' όψιν τη μεσοαστική ταξική σύνθεση και την ηλικιακή διαστρωμάτωση των ανθρώπων που απαρτίζουν τα αριστερά κόμματα και οργανώσεις[1], η άλλη πλευρά, η κυρίαρχη, είναι σαφώς βουτηγμένη μέσα στην πιο ξεκάθαρη πολιτική σκοπιμότητα.

Πίστεψε η συγκεκριμένη Αριστερά ότι θα μπορούσε να μαντρώσει τη διάχυτη νεανική βία προσφέροντας το «πολιτικό πλαίσιο» που της έλειπε, προς ίδιον όφελος βεβαίως: νέες στρατολογήσεις, νέες ψήφοι, καλύτερο πλασάρισμα στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Με αδρανοποιημένο ή αναιμικό, εδώ και καιρό, το δικό της εξεγερσιακό και συγκρουσιακό δυναμικό, πίστεψε ότι θα υποκαθιστούσε αυτήν την έλλειψη μέσα από τη διαχείριση του βίαιου δυναμικού της μητροπολιτικής νεολαίας, παίζοντας τον ρόλο του πολιτικού διαμεσολαβητή. Αυτό εξέφραζε η συμμαχία «(αριστερού) Κολωνακίου (ή Παλλήνης) και Εξαρχείων». Η πολιτική αυτή εκτίμηση και σκοπιμότητα αποδείχτηκε ολέθριο πολιτικό σφάλμα και επέστρεψε ως μπούμερανγκ χτυπώντας κατακέφαλα τους εμπνευστές της. Αμέσως μετά τον «Δεκέμβρη» ξεκινάει η δημοσκοπική κατρακύλα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς.

Ο κόσμος, τρομαγμένος από το μηδενιστικό ξέσπασμα της βίας, ανασκουμπώνεται διαισθητικά απέναντι σε όσους «νταντεύουν» πολιτικά το χώρο του μηδενισμού.

Οι πτέρυγες των αρχουσών ελίτ που για τους δικούς τους σχεδιασμούς «έσπρωχναν» το προηγούμενο διάστημα μέσα από τα ΜΜΕ τον ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπουν άρον-άρον το πείραμα και αρχίζουν μέσα από τους ίδιους διαύλους την αποδόμησή του. Στο ίδιο το εσωτερικό της, τα πιο «κυριλέ» τμήματα (πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες κ.λπ.) κραυγάζουν την αντίθεσή τους.

Τέλος, οι σκληροί «μιλιταριστές» των Εξαρχείων, όπως ήταν αναμενόμενο, παίρνουν το πάνω χέρι από τους «διανοούμενους» και τα «καλά παιδιά» της Αριστεράς (κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής), τους στριμώχνουν και τους προβοκάρουν πολιτικά με τις καταδρομικές τους ενέργειες. Ταυτόχρονα, το «δώρο» της πολιτικής διαμεσολάβησης που κόμιζε η Αριστερά χλευάζεται και απορρίπτεται.

Τα νέα «Εξάρχεια», βυθισμένα μέσα στο μηδενισμό και το μίσος για όλους και για όλα, δεν χρειάζονται πια διαμεσολαβητές. Αναλαμβάνουν απευθείας τη σύγκρουση με το Κράτος αλλά και την κοινωνία. Τα πιο «ριζοσπαστικοποιημένα» τμήματα της μητροπολιτικής νεολαίας, όποιας έκφρασης (μεσοαστική, λούμπεν, μεταναστευτική), έρχονται σε επαφή και δικτυώνονται οριζόντια φτιάχνοντας τον δικό τους οργανωτικό ιστό, θέτοντάς τον για τυπικούς και μόνο λόγους υπό την ιδεολογική ταμπέλα της «αντεξουσίας».

Η Αριστερά μένει και με την πίτα φαγωμένη και με το σκύλο πεινασμένο.

Όταν, λοιπόν, η κρίση ξεσπάει και οι πρώτες μαζικές αντιδράσεις ενάντια στο Μνημόνιο διαφαίνονται στον ορίζοντα δείχνοντας ότι μεγάλες μερίδες των εργαζομένων δεν σκοπεύουν να πέσουν αμαχητί, έρχονται τα γεγονότα της Μαρφίν την 5η του Μάη, με τους τρεις νεκρούς, για να δώσουν τη χαριστική βολή στη μαζικότητα και την ενεργητικότητα εκείνων των πρώτων κινητοποιήσεων.

Η πολιτική κληρονομιά του «Δεκέμβρη», η ανεξέλεγκτη και χωρίς στόχους βία, είχε πάρει την εκδίκησή της απ' όσους σαλιάριζαν μαζί της ή επένδυαν μικροπολιτικά σε αυτήν, αγνοώντας ή υποτιμώντας το τεράστιο μηδενιστικό δυναμικό που έκρυβε μέσα της.

Η συγκεκριμένη Αριστερά έμεινε αποσβολωμένη από τις εξελίξεις και συνέχισε την ιδεοληπτική της πορεία είτε αυτοοικτιρόμενη είτε βαυκαλιζόμενη με νέες αυταπάτες για «θερμό Φθινόπωρο» ή «εργατικό Δεκέμβρη» αποδεικνύοντας ότι δεν έχει καταλάβει τίποτε από τις εξελίξεις που συντελούνται βαθιά μέσα στην ελληνική κοινωνία και κυρίως το αυτονόητο:

Ο «Δεκέμβρης» δεν ήταν «φάρμακο» στην ασθένεια της μεταπολιτευτικής νεοελληνικής πραγματικότητας, αλλά «σύμπτωμα» αυτής ακριβώς της ασθένειας. Ο εξόφθαλμα μηδενιστικός χαρακτήρας της εξέγερσης, η παντελής απουσία αιτήματος ή στόχου, η λογική του πολέμου «όλων εναντίον όλων», η μετατροπή της βίας σε Θέαμα καταδείκνυαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι μια κοινωνία παρασιτική, παραλυμένη, μικρο-ιδιοκτητική και ατομικιστική που εισερχόταν σε συστημική κρίση, δεν μπορούσε παρά να δώσει αυτόν τον «Δεκέμβρη».


Έναν «Δεκέμβρη» που τίποτε δεν μπορεί να προσφέρει στον αγώνα ενάντια στην κατοχική τρόικα, αλλά θα παραμείνει σύμβολο των σπασμών μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση και πάνω απ' όλα η σπαραχτική κραυγή μιας νεολαίας σε αδιέξοδο...


Συμπέρασμα

Η Αριστερά που περιγράψαμε στο παρόν σημείωμα βρίσκεται σε μια, μάλλον ανέκκλητη, πορεία παρακμής. Η υιοθέτηση πληθώρας αστικοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων[2], η κρυφή γοητεία που της άσκησε η παγκοσμιοποίηση, η απενεργοποίηση των όποιων αναλυτικών και κριτικών εργαλείων διέθετε στο οπλοστάσιό της από τις πάσης φύσεως ιδεοληψίες και πάνω απ' όλα η πρωτοφανής αποκοπή της από τις λαϊκές μάζες, που την κατέστησε ένα αυτοαναφορικό κλαμπ με σαφή ταξική απεύθυνση και αναφορά, ρήμαξαν το ανατρεπτικό της περιεχόμενο.

Η διαπίστωση περί παρακμής δεν σημαίνει ότι θα εξαφανιστεί από το πολιτικό τοπίο ή ότι σε δεδομένες στιγμές δεν θα εμφανίζεται δυναμικά, όμως με τη σημερινή της μορφή είναι αδύνατον να παίξει τον ρόλο του καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις τον οποίο επεδίωξε τα τελευταία χρόνια, και όχι άδικα, καθώς το μεταπολιτευτικό σύστημα εξουσίας του δικομματισμού εμφανώς πνέει τα λοίσθια.

Σίγουρα θα υπάρξουν (και υπάρχουν) άνθρωποι σ' αυτήν την Αριστερά που θα μπουν σε μια διαδικασία αυστηρής αυτοκριτικής και αναθεώρησης βεβαιοτήτων και αυταπατών. Η διαδικασία αυτή θα είναι, όμως, αργόσυρτη και βασανιστική πριν δώσει νέα άξια λόγου σχήματα, καθαρμένα από τα βαλτόνερα της τελευταίας εικοσαετίας και γειωμένα πάλι στο λαϊκό στοιχείο.

Εν τω μεταξύ οι ανάγκες για μια οργανωμένη αντίσταση απέναντι στην οικονομική κατοχή από την τρόικα και στην εθνική υποδούλωση καθίστανται ολοένα και πιο επείγουσες...

Οι συνθήκες κρίσης στην οποία έχει περιέλθει ο νεοελληνικός κοινωνικός σχηματισμός μετά την επιβολή του Μνημονίου οδηγούν σε βέβαιη αναδιάταξη ολόκληρο το πολιτικό τοπίο, καθώς νέες αναγκαιότητες δημιουργούνται και οι αυταπάτες των χρόνων της ευμάρειας αποσυντίθενται ταχύτατα.

Ο δικός μας χώρος, ο χώρος του Άρδην / Ρήξη, μετά το 1990 αρδεύτηκε σε επίπεδο ανθρώπων από δυο πολιτικά ρεύματα: τον δημοκρατικό πατριωτικό χώρο (με καταβολές κυρίως στον χώρο του παλαιού ΠΑΣΟΚ και της ορθόδοξης παράδοσης) και το χώρο της (εναλλακτικής και αντι-ιμπεριαλιστικής) αριστεράς.

Στον πρώτο χώρο, ο οποίος εδώ και καιρό βρίσκεται σε πολιτική αδυναμία και παρακμή, έχουν ήδη δημιουργηθεί οι συνθήκες για την ανάληψη της ιδεολογικής ηγεμονίας από τη δική μας συνθετική και ριζοσπαστική πρόταση.

Η κρίση κάνει ξεκάθαρο σε πολλούς ανθρώπους με ανησυχίες για τα εθνικά θέματα ότι το «εθνικό» στην Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ξεκομμένο από τις διαδικασίες για μια ριζική κοινωνική αλλαγή προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων και το βάθεμα της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστούν οι ολέθριες συνέπειες από την ορατή πλέον διείσδυση ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογημάτων.

Στον δεύτερο χώρο, αυτόν της Αριστεράς, η ιδεολογική παρέμβασή μας πρέπει να έχει σαν στόχο τη διάνοιξη ρηγμάτων στην «υγειονομική ζώνη» αποκλεισμού και συκοφαντίας, που έχουν στήσει γύρω από τις απόψεις μας οι πάσης φύσεως «ιθύνοντες» και «καθοδηγητές».

Μέσα από αυτά τα ρήγματα θα επιταχυνθεί η όσμωση ανάμεσα στη βάσιμη κριτική που πρόδρομα ασκήσαμε στην ιδεολογική διαδρομή και τις πολιτικές επιλογές της πλειοψηφίας αυτού του χώρου και τους πολλούς αγωνιστές (αλλά και οργανώσεις) που εισέρχονται στη φάση της κριτικής αναθεώρησης αυτών των επιλογών.

Η πορεία των πραγμάτων στη χώρα δείχνει ότι πολύ σύντομα με αυτούς τους ανθρώπους θα βρεθούμε ξανά στους αγώνες για πραγματική εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική απελευθέρωση και ουσιαστική δημοκρατία.

Θόδωρος Ντρίνιας, Πάτρα, Σεπτέμβριος 2010


[1] Καθώς, είτε βλέπουν τα ίδια τους τα βιολογικά παιδιά κι εγγόνια να εξεγείρονται είτε στη νεολαία προβάλλουν όσα οι ίδιοι ακύρωσαν και διέψευσαν μέσα από τα πολιτικά τους λάθη ή τον κοινωνικό κι επαγγελματικό συμβιβασμό και την ανέλιξη.

 

 

[2] Αυτή η άλυτη αντίφαση, που με ενάργεια περιγράφει ο Ζ.Κ. Μισεά στα βιβλία του, να υιοθετεί δηλαδή αυτή η Αριστερά – κυρίως από το ’89 και μετά – τα προτάγματα του αστικού φιλελευθερισμού α λα καρτ. Να απορρίπτει τον οικονομικό φιλελευθερισμό αλλά ταυτόχρονα να είναι ο πιο μαχητικός ντελάλης του πολιτικού και πολιτιστικού φιλελευθερισμού

 

Η δική μου κριτική στο παραπάνω:

1-      «Από την ανάλυση αυτή θα εξαιρεθεί το ΚΚΕ, όχι γιατί δεν το αφορούν κάποια από τα στοιχεία της ανάλυσης, αλλά γιατί, πρώτον, φέρει κάποια ιδιαίτερα ταξικά, πολιτικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν σε σημαντικό βαθμό από την υπόλοιπη Αριστερά και, δεύτερον, είναι κάτι πάρα πάνω από φανερή η άρνησή του να επιδιώξει οποιοδήποτε ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις.

Η επιλογή της οργανωτικής αυτάρκειας και αυτοποιητικής αναπαραγωγής της οργανωτικής του δομής αποτελεί την κυρίαρχη στρατηγική επιλογή αυτού του κόμματος

Εδώ είναι κάτι παραπάνω από φανερή η μη συνειδητοποίηση των συγγραφέων, στο γεγονός πως εάν δεν έχεις «οργανωτική αυτάρκεια» και ικανότητα «αναπαραγωγής της οργανωτικής δομής σου» κανέναν πολιτικό ρόλο δεν μπορείς να παίξεις. Πράγμα απολύτως λογικό εάν σκεφτούμε τον ασήμαντο πολιτικά ρόλο, που παίζουν οι εν λόγω.

2-      «...Οι τεκμηριωμένες ανησυχίες της λαϊκής πλειοψηφίας για μια σειρά ζητημάτων που προέκυψαν από την παγκοσμιοποιητική έφοδο (η συλλογική ταυτότητα, η μετανάστευση, η εγκληματικότητα κ.λπ.) αγνοήθηκαν από τους δανδήδες της Αριστεράς, αν δεν χλευάστηκαν ως ρατσισμός, εθνικισμός, μικροαστικό βόλεμα και οπισθοδρομικότητα αφήνοντας απεριόριστη ελευθερία δράσης για την «πραγματιστική» άκρα δεξιά, της οποίας αναμένεται και άλλη εκρηκτική ανάπτυξη...»

3-      Το γεγονός είναι, πως η άκρα δεξιά βρίσκεται σε κατάσταση διαπιστωμένης υποχώρησης, πράγμα απόλυτα λογικό σε περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης, και ενώ στο συγκεκριμένο της στιγμιότυπο, τα μεσοστρώματα τείνουν να ταυτίσουν τα συμφέροντα τους με αυτά της εργατικής τάξης.. Η υποχώρηση της άκρας δεξιάς οφείλεται ακριβώς στους ίδιους λόγους με αυτήν της «εκσυγχρονιστικής αριστεράς», της οποίας αποτελεί και το αντεστραμένο είδωλο. Δύο πολιτικά ρεύματα προερχόμενα και εκφράζοντας διαφορετικά κομμάτια, αλλά της ίδιας μεσαίας τάξης, δεν θα μπορούσαν παρά να προβάλουν το πολιτιστικό έναντι του πολιτικού. Μην έχοντας ταξική ανάλυση, δεν μπορεί παρά να υποχωρήσουν μαζί με τα μεσοστρώματα που εκπροσωπούν. Μην μπορόντας να κατανοήσουν αυτήν την απλή αλήθεια (μια και οι ίδιοι τελικά το πολιτιστικό προβάλουν έναντι του πολιτικού) οι συγγραφείς διαψεύδονται πανιγυρικά στην πρόβλεψη τους για «εκρηκτική ανάπτυξη της άκρας δεξιάς», και σε αυτό θα επανέλθω.*

4-      «Το υπόστρωμα το οποίο ενοποιεί τα επιμέρους υποκείμενα, πάνω στο οποίο ανθίζουν οι αντιστάσεις και η αλληλεγγύη, εκείνο της πολιτισμικής ταυτότητας

Εδώ το γαμησαμε και ψόφησε! Το υπόστρωμα το οποίο ενοποιεί τις αντιδράσεις είναι η ταξική (άλλη κουβέντα το γιατί αυτή δεν υπάρχει, και ούτε μετριέται με το μέγεθος της αγανάκτησης, αλλά μόλις τώρα αρχίζει να σχηματοποιήται) και όχι βεβαια η πολιτιστική συνείδηση, και εδώ με δικαιώνουν πανυγιρικότατα μια και οι ίδιοι προβάλουν ως πρωτεύον αυτό για το οποίο ακριβώς κατηγορούσαν τους «εκσυγχρονιστές» (πρωτοπορεία του πολιτιστικού έναντι του πολιτικού)!

5-      «...Η κρίση του ελληνικού οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού είναι κρίση του ιδιότυπου (παρασιτικού) τρόπου ένταξής του στις δομές του διεθνοποιημένου καπιταλισμού από το '90 και μετά....»

Συνοπτικά: Ο καπιταλισμός είναι διεθνοποιημένος τουλάχιστον από την εποχή που οι Άγγλοι πολέμησαν με τους Γάλλους για τον Καναδά, δηλαδή πριν από καμμία 200αριά+ χρόνια, και στην σημερινή του μορφή από πρίν τον Α’ πακόσμιο πόλεμο. Η Ελλάδα ήταν ενταγμένη στις δομές του από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης της. Αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος (να ενταχθει δηλαδή σε αυτές τις δομές) που η ελληνική επανάσταση υποστηρίχθηκε από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία-Γαλλία), ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία δεν είχε ενταχθεί σε αυτές τις δομές ακόμη. Επίσης ο ελληνικός καπιταλισμός, παρασιτικός ήτανε από γεννησιμιού του. Τίποτε από όλα αυτά δεν προέκυψε το ’90.

6-      «Ο δικός μας χώρος, ο χώρος του Άρδην / Ρήξη, μετά το 1990 αρδεύτηκε σε επίπεδο ανθρώπων από δυο πολιτικά ρεύματα: τον δημοκρατικό πατριωτικό χώρο (με καταβολές κυρίως στον χώρο του παλαιού ΠΑΣΟΚ και της ορθόδοξης παράδοσης)

7-      «Η κρίση κάνει ξεκάθαρο σε πολλούς ανθρώπους με ανησυχίες για τα εθνικά θέματα ότι το «εθνικό» στην Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ξεκομμένο από τις διαδικασίες για μια ριζική κοινωνική αλλαγή προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων και το βάθεμα της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστούν οι ολέθριες συνέπειες από την ορατή πλέον διείσδυση ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογημάτων.»

1) Παλαιό ΠΑΣΟΚ πλέον δεν υπάρχει!Και ο Τσίπρας εξάλλου, αυτό έψαχνε για να συνεργαστεί στις δημοτικές!

2) Το πως γίνεται να πρεσβεύεις την (αληθινή) θέση πως η εθνική ανεξαρτησία είναι αδύνατη χωρις την λαϊκή κυριαρχία – οικονομία, και ταυτόχρονα να θες να κάνεις άνοιγμα στον μεγαλύτερο εν Ελλάδι και από καταβολής της, επιχειρηματία και εκμεταλευτή του ελληνικού λαού, ο οποίος έχει διαχρονικά συνεργαστεί αρμονικότατα και με όλους τους κατακτητές της χώρας –την ορθόδοξη εκκλησία- είναι κάτι που δεν μπορεί παρά να αποδοθεί σε ιδεοληψία των γράφοντων, κάτι που πολύ εύκολα διακρίνουν στους άλλους, αλλά αποφεύγουν επιμελέστατα να κοιταχτούν στον καθρέφτη.

Σαν κατακλείδα, νομίζω πως θα ήταν συνεπείς εάν ενέτασαν στην «αριστερά» για την οποία μιλάνε –και πολύ εύστοχα έχουν εντοπίσει τις εγγενείς της παθογένειες- ,και τον εαυτό τους!
*Σχηματικότα, ο «φασισμός» δεν είναι παρά η συμμαχία της μεσαίας με την μεγάλη αστική τάξη ενάντια στην εργατική. Οταν η δεύτερη επιτίθεται ταυτόχρονα και απροκάλυπτα στις άλλες δύο, το πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης της «άκρας δεξιάς» δεν μπορεί παρά να συρικνώνεται. Το χαμένο από τον Καρατζαφέρη έδαφος λόγω της στήριξης του μνημονίου (και των χρηματοδοτών του), και ενώ έχει την μεγαλύτερη από ποτέ αβάτζα από τα ΜΜΕ, είναι απόλυτα ενδεικτικό.