Η δικιά μου κοντινή Αμερική

2011-03-26 09:24

Ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη του 1978 ήμουν 6 χρονών κι έτρεχα πίσω από μια μπάλα που κυλούσε προς τον δρόμο όταν ένα γκρι ταξί πέρασε από πάνω μου. Δεν ήξερα τότε πως αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα θα καθόριζαν σε αρκετά μεγάλο βαθμό την μετέπειτα ζωή μου. Στο σώμα δεν μου έμεινε κουσούρι, παρά το μεγάλο στραπάτσο, αλλά για την ψυχή δεν βάζω το χέρι μου στην φωτιά. Το θέμα όμως δεν είναι το ατύχημα αλλά αυτό που περιέγραψε πολύ καλά σε μια ρήση της η μεγάλη υπαρξίστρια φιλόσοφος Άντζελα Δημητρίου: “ουδέν κακόν αμπιγιέζ καλού“. Η περιπέτεια εκείνη έγινε η αφορμή να δω για πρώτη φορά στην ζωή μου την Αθήνα. Εντελώς παραμορφωτική ήταν η οπτική γωνία βέβαια μέσα από τον θάλαμο του νοσοκομείου παίδων Αγία Σοφία, αλλά πάντα θα θυμάμαι ένα βαθύ πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα καθ’ οδόν κάπου στην Ελευσίνα με τα μικρά, σαν χριστουγεννιάτικα, φώτα των διυλιστηρίων, τις υψικαμίνους με τις φλόγες στην κορφή και στο βάθος την θάλασσα με τα δεκάδες αραγμένα μεγάλα καράβια.

Την δεύτερη φορά που βρέθηκα στην Αθήνα, 12 χρόνια μετά, με θυμάμαι ένα απόγευμα στον σταθμό των λεωφορείων στον Κηφισό να κρατάω στο ένα χέρι μια θήκη κιθάρας, στο άλλο μια βαλίτσα και μπροστά μου ένα χαρτοκιβώτιο νουνού δεμένο σταυρωτά με σπάγκο, προίκα για τα χρόνια των σπουδών που θα ακολουθούσαν. Τώρα πως εγώ η κιθάρα, η βαλίτσα και το κουτί χώρεσαν πάνω στο παπί του ξαδέρφου Πέτρου που ήρθε να με παραλάβει είναι ένα ερώτημα, όπως μέγα ερώτημα για μένα τότε θυμάμαι ήταν γιατί έκλαιγαν συνεχώς τα μάτια μου στην διαδρομή ως το Γαλάτσι. Η απορία μου λύθηκε όταν από το μικρό δώμα στην ταράτσα αντίκρισα από ψηλά την πόλη. “Αντίκρισα” βέβαια που λέει ο λόγος γιατί το γκριζωπό σύννεφο που κάλυπτε τριγύρω τον ορίζοντα δεν σε άφηνε να δεις ούτε 5, 6 τετράγωνα πιο πέρα. Πάντα θα θυμάμαι εκείνο το συναίσθημα απορίας, απογοήτευσης και φόβου. “Που ήρθα;” “Η κόλαση πόσο χειρότερη μπορεί να είναι;”

Δειλά δειλά όμως άρχισα να εξερευνώ την “κόλαση”. Ως περιπατητής Forest Gump έπαιρνα τους δρόμους και χανόμουν ώρες ολόκληρες. Περπατούσα χωρίς συγκεκριμένο προορισμό με ήλιο και βροχή και παρατηρούσα τους δρόμους, τα μαγαζιά, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Προσπαθούσα να καταλάβω την πόλη, να μάθω τις οδούς, τις γειτονιές και τις συνοικίες. Κάθε περιοχή με το δικό της φως, το δικό της χρώμα, τις δικές της μυρωδιές. Το ωχρό Γαλάτσι, η ήρεμη Λαμπρινή, τα φωτεινά Πατήσια, τα γκρίζα Εξάρχεια, η θαλπωρή της Πλάκας, η γλύκα του Πειραιά, η καμαρίλα των βορείων προαστίων, η σύγχυση των δυτικών κλπ.

Και τό ‘κανα αυτό το “χόμπι” συστηματικά (παράλληλα με με το σύνηθες φοιτητικό ξεσάλωμα) για 3, 4 χρόνια. Στην σχολή γράφτηκα το 1990 και ταυτόχρονα την αποχαιρέτισα μέχρι το 1993 -94. Αυτά τα χρόνια καλλιέργησα την σχέση μου με την πόλη και τους ανθρώπους της. Ανακάλυψα την “δική μου κοντινή Αμερική” όπως έλεγε κι ένα τραγούδι των Τρυπών (που τότε άκουγα φανατικά) το οποίο κυκλοφόρησε εκείνη την περίοδο.

Κι η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι στην Αθήνα (οι γηγενείς) μου μοιάζανε λίγο διαφορετικοί. Περισσότερο “υποψιασμένοι”, πιο ήπιοι, προσηνείς, με ευρύτερη σκέψη, με λιγότερη έπαρση και λιγότερη αλαζονεία από μας τα βλαχαδερά (έχω εξήγηση γι’ αυτό αλλά δεν είναι του παρόντος μιας και οι παρατηρήσεις κάποιων αναγνωστών ότι πολλές φορές μακρηγορώ είναι πολύ σωστές). Άλλαξα πολλά σπίτια όλα αυτά τα χρόνια. Όπου κι αν έμενα αυτοί που συνήθως δημιουργούσαν προβλήματα στην πολυκατοικία, στην γειτονιά, ήταν κάτι επαρχιώτες καρτσαπλιάδες, σαν την αφεντιά μου, χωρίς κοινωνική συνείδηση που επιζητούσαν να κάνουν υποφερτή την ανυπαρξία τους με φωνές και φασαρίες.

Και την αγάπησα πολύ την Αθήνα. Με τις ομορφιές και τις ασχήμιες της. Με τις αντιφάσεις και τα στραβά της…

Καταλαβαίνω σε ένα βαθμό τους ανθρώπους που “παίρνουν τα βουνά”. Μπορεί το lifestyle κίνημα “επιστροφή στις ρίζες” ή όπως αλλιώς το λένε, που θέλει την αναπαλαίωση εγκαταλελειμμένων σπιτιών σε χωριά και ραχούλες (συνήθως από μεγαλοαστούς με λυμένο το οικονομικό), να με βρίσκει αισθητικά αντίθετο, αλλά δεν παραγνωρίζω ότι μπορεί έστω και κατ’ ελάχιστο να είναι επωφελές για την Αθήνα (αν και συνήθως στο τέλος αυτά τα σπίτια δεν καταλήγουν να είναι η κύρια κατοικία αλλά απλά ένα ακόμη εξοχικό). Απ’ την άλλη οι επαρχιώτες που δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν και πάντα διατηρούσαν την σπίθα της επιστροφής πολύ καλά κάνουν και επιστρέφουν στις πόλεις και τα χωριά τους (όσοι επιστρέφουν). Η περιφέρεια πρέπει να “γεμίσει” ξανά. Η ζωή πρέπει να επιστρέψει εκεί όπου η αστυφιλία των προηγούμενων δεκαετιών την στράγγιξε.

Δεν δικαιολογώ όμως κανέναν που κατηγορεί την Αθήνα. Δεν αντιλέγω πως σίγουρα υπάρχουν πόλεις στο εξωτερικό που σου προσφέρουν πολύ καλύτερες συνθήκες διαβίωσης όμως κακά τα ψέματα. Αυτά που σε δένουν με ένα μέρος υπερβαίνουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Και βλέπεις πόσο ευλογημένος είναι αυτός ο τόπος όταν παρά το ότι έχουν ασελγήσει ασύστολα πάνω του για δεκαετίες ολόκληρες κυβερνήσεις, εργολάβοι, βιομήχανοι και εφοπλιστές (είναι οι ίδιοι που σήμερα το παίζουν οικολόγοι και κάνουν καμπάνιες από τα κανάλια τους για δεντροφυτεύσεις, καθαρισμούς ακτών κλπ.) σου προσφέρει ακόμα και σήμερα απλόχερα τα δώρα του: το εξαιρετικό κλίμα, το μοναδικό φως, τα προϊόντα της γης, το όμορφο φυσικό τοπίο (όπου δεν έχει κυριαρχήσει το τσιμέντο) κλπ.

Οι αναφορές μου στα άυλα (φως, κλίμα) δεν είναι ούτε ποιητικές ούτε μεταφυσικές. Δεν θα ‘ταν του χαρακτήρος μου άλλωστε (εξάλλου άλλες είναι οι “ερωτικές” κατά τα άλλα πόλεις με την αποπνικτική υγρασία και το διαπεραστικό κρύο). Έχουν απλά να κάνουν με την τοποθεσία και το ανάγλυφο. Οι “ψαγμένοι” διευθυντές φωτογραφίας μπορούν να επιβεβαιώσουν πως η Αθήνα βρίσκεται στην ιδανική θέση από πλευράς γεωγραφικού πλάτους έτσι ώστε το φως να μην είναι ούτε πολύ κάθετο ούτε πολύ πλάγιο, ούτε πολύ επιθετικό, ούτε πολύ “μαλακό”. Το ανάγλυφο από την άλλη (π.χ. τα φυσικά εμπόδια της Πάρνηθας και της Πεντέλης στον βορρά, το άνοιγμα προς τον Σαρωνικό στον νότο, τα εύφορα Μεσόγεια, η ιδανική απόσταση από την θάλασσα κλπ) ήταν αυτό που δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να ανάψει εδώ η σπίθα του πολιτισμού πριν από 2500 χρόνια.

Θα ξαναγίνει κάτι ανάλογο στο μέλλον; Δύσκολο να να το πει κανείς. Τα σημερινά δεδομένα σίγουρα δεν συνηγορούν για κάτι τέτοιο αν και η ιστορία στο διάβα της ποτέ δεν ξέρεις τι φέρνει. Πάντως όσοι μένουμε στην Αθήνα και παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας (ας είναι καλά οι κυβερνώντες) νομίζουμε πως έχουμε ακόμα λόγους να αισθανόμαστε τυχεροί…