Για την ΕΛ.ΑΣ.

2011-03-04 10:25

«…Γενικώς, το κράτος, ως νομιμοποιημένος (στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού ) εξουσιαστικός μηχανισμός, ασκεί κατ’ απόλυτο και μονοπωλιακό τρόπο το δικαίωμα χρήσης και ελέγχου χρήσης της βίας [απ’ τον στρατό και την αστυνομία μέχρι την παροχή αδειών οπλοφορίας και τον υποχρεωτικό εγκλεισμό- σε εφαρμογή σχετικών νόμων και αποφάσεων- ατόμων και συγκεκριμένων ομάδων ατόμων σε ειδικούς για τον σκοπό αυτό κρατικούς χώρους και για ορισμένο κατά περίπτωση χρόνο (σχολεία και φυλακές π.χ.)]. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την εκτός κρατικού ελέγχου χρήση βίας, αφενός από άτομα και αφ’ ετέρου από ομάδες («οργανωμένο έγκλημα») και την ελεγχόμενη χρήση βίας από επιμέρους παρα-κρατικούς μηχανισμούς («παρακράτος»- «βαθύ κράτος»).
( Σημείωση: Η δράση των «ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας» δεν θα μας απασχολήσει εδώ...)
Στα καθ’ ημάς, τα επιλεγόμενα Σώματα Ασφαλείας (Σ.Α.) υπάγονται στο «Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» και όσοι εργάζονται σ’ αυτά (ακόμη και η πλειοψηφία των υψηλόβαθμων στελεχών των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών) είναι υπάλληλοι του κράτους και μισθοδοτούνται απ’ αυτό. Άρα ως δημόσιοι (υπό ιδιότυπο καθεστώς) υπάλληλοι δεν έχουν περιθώρια δράσης και αυτενέργειας πέραν αυτών που τίθενται από το νομιμοποιημένο ή ‘νομιμοποιημένο’ κράτος. {«
Aποδείχθηκε πρόσφατα πως για μία περίοδο καταγράφηκε συνεργασία αστυνομικών με τη “Xρυσή Aυγή”». [ Χρυσοχοΐδης, Μ. (2009). Καμία διαπραγμάτευση για τα Εξάρχεια. Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8 Νοεμβρίου 2009. (Συνέντευξη στον Τάκη Καμπύλη)]}.
Για τα παραπτώματα (πειθαρχικά ή ποινικά) των υπαλλήλων των Σ.Α. ισχύει, αναλογικώς, ό,τι και για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους...Ένα βασικό γεγονός όμως που διαφοροποιεί ουσιαστικώς τα Σ.Α., και ειδικότερα την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.), από τις υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες είναι ότι οι υπάλληλοι της ΕΛ.ΑΣ. μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους κάνοντας χρήση πυροβόλων και μη πυροβόλων όπλων καθώς και άλλων ειδικών μέσων, τακτικών και μηχανισμών καταστολής και αστυνόμευσης. Η διττή φύση της ΕΛ.ΑΣ. – απ’ το ένα μέρος ο σχεδόν πλήρης έλεγχός της απ’ το κράτος (νομιμοποιημένο ή μη) και απ’ το άλλο η αποδοχή απ’ τους αστυνομικούς των καθηκόντων τους και του τρόπου άσκησής τους – περιορίζει την ευθύνη για τα αποτελέσματα των τακτικών και ενεργειών της (νόμιμων ή παράνομων) αποκλειστικά και αδιαχωρίστως στους αστυνομικούς, στο κράτος και στους -κατά περίπτωση- άλλους ηθικούς υποστηρικτές και/ή αυτουργούς. Σε κανέναν άλλον.
Δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε πως εκτός ορισμένων παθολογικών περιπτώσεων, στατιστικώς κατανεμημένων κατά ομοιόμορφο τρόπο σ’ όλο το δημοσιοϋπαλληλικό φάσμα και ούτως ή άλλως γνωστών στο κράτος και άρα ελέγξιμων, οποιαδήποτε ενέργεια των υπαλλήλων της ΕΛ.ΑΣ. (αστυνομικών) εντάσσεται στα καθήκοντά τους και έχει την έγκριση του κράτους. Γιατί το κράτος γνωρίζει πως εφ’ όσον δίνει το δικαίωμα στους αστυνομικούς να φέρουν πυροβόλα και/ή άλλα όπλα ως ατομικό οπλισμό και να κάνουν χρήση άλλων ειδικών μέσων, τακτικών και μηχανισμών καταστολής και αστυνόμευσης, θα υπάρχει πάντα η πιθανότητα
1) ‘νόμιμων’ και ‘παράνομων’ φόνων/δολοφονιών πολιτών από αστυνομικούς και
2) φόνων/δολοφονιών αστυνομικών «εν ώρα υπηρεσίας» ή «εκτός υπηρεσίας» από πολίτες (νόμιμους/παράνομους).
Οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του κράτους μετά από έναν φόνο/δολοφονία κατά τα ανωτέρω δεν αναιρεί την βεβαιότητα των μελλοντικών φόνων/δολοφονιών.
Το κράτος και η αστυνομία [με διακηρυγμένη την εκκωφαντική ρητορική της «τάξης», της «ασφάλειας» και της «προστασίας των πολιτών», υποστηριζόμενη και από την θρησκεία: «(η εξουσία, ο άρχοντας, σ.σ.) Θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν, εάν δε το κακόν ποιής, φοβού · ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί...»- Απ. Παύλος, Ρωμ. ιγ΄ 4. (Διότι ο άρχοντας- η εξουσία- είναι υπηρέτης του Θεού για την προστασία σου και το καλό των πολιτών. Εάν δε πράττεις το κακό, να φοβάσαι, γιατί δεν φέρει πάνω του εις μάτην ή τυχαίως το μαχαίρι...-οι υπογρ. δικές μου)] έχουν αξιολογήσει την κατάσταση και έχουν κατ’ απόλυτη έννοια αποφασίσει πως οι φόνοι, οι δολοφονίες και η κακομεταχείριση πολιτών από την αστυνομία που έχουν γίνει μέχρι τώρα (και οι στατιστικώς πιθανές παρόμοιες περιπτώσεις που μπορεί να συμβούν στο μέλλον) καθώς και οι φόνοι και δολοφονίες αστυνομικών από πολίτες δεν αποτελούν ικανούς λόγους για την κατάργηση (ή έστω τον πλήρη και κατ’ απόλυτο τρόπο αφοπλισμό, ήτοι απ’ όλα ‘τα πυροβόλα και μη πυροβόλα όπλα και τα άλλα ειδικά μέσα και μηχανισμούς καταστολής και αστυνόμευσης’...) της ΕΛ.ΑΣ.
Παρ’ όλο που και οι ίδιοι οι αστυνομικοί δέχονται ότι «ο “θεσμικός χώρος” των δυνάμεων ασφαλείας, των αστυνομικών δυνάμεων, διαπερνάται και καθορίζεται από μια διπλή κρίση : πρώτον από την “ελλειμματική” του νομιμοποίηση από την πλευρά της κοινωνίας και δεύτερον από την “εργαλειακή” του χρήση από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας» [Π.Ο.ΑΞΙ.Α. (2009). Ομιλία του προέδρου της Π.Ο.ΑΞΙ.Α. κ. Γεωργατζή Δημητρίου «στην συμβολική ένστολη συγκέντρωση διαμαρτυρίας» στην Αθήνα, 23 Ιουλίου 2009.
http://www.poasy.gr/nea-%20anakoinoseis/2008/omilia_poaxia_23_7_09.htm] η πραγματικότητα δείχνει, αφού η ΕΛ.ΑΣ. δεν έχει (και δεν προβλέπεται να) καταργηθεί ούτε έχει τουλάχιστον αφοπλισθεί πλήρως και κατ’ απόλυτο τρόπο, πως στην πράξη και υπό την σκέπη νομιμοποιημένων διαδικασιών και τακτικών (ενν. στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού) γίνεται αποδεκτή από το κράτος και από κάποιο απροσδιόριστο ποσοστό πολιτών (χάριν της «τάξης», της «ασφάλειας» και της «προστασίας των πολιτών») ως αναπόφευκτη και οργανικώς συνδεδεμένη με την ύπαρξη της ΕΛ.ΑΣ. και του ίδιου του κράτους η κατάσταση των κατά τα ανωτέρω φόνων και δολοφονιών, της καταστολής και της αστυνόμευσης.
[Σημείωση: Τυχόν ριζική αλλαγή στην οργάνωση και τις πρακτικές της ΕΛ.ΑΣ. ή κατάργησή της προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών «τάξη», «ασφάλεια» και «προστασία των πολιτών» καθώς και αλλαγή του τρόπου υπαγωγής υπό το καθεστώς του υφισταμένου συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης όσων παραβιάζουν τους κρατικούς νόμους].
Πριν αποφασίσει κάποιος «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει» θέτει την προαναφερθείσα πραγματικότητα εντός συγκεκριμένων αξιολογικών ορίων, μεγάλης ή μικρής εμβέλειας. «Χωρίς υπέρ και κατά ο δολοφόνος δεν έχει ούτε δίκιο ούτε άδικο. Μπορούμε να συνδαυλίζουμε τη φωτιά στα κρεματόρια, όπως ακριβώς θα μπορούσαμε ν’ αφοσιωθούμε στην περιποίηση των λεπρών. Η κακία κι η αρετή γίνονται σύμπτωση ή καπρίτσιο. Θ’ αποφασίσουμε τότε να μη δρούμε, που σημαίνει ότι το λιγότερο αποδεχόμαστε τη δολοφονία του πλησίον οικτίροντας μόνο την ατέλεια των ανθρώπων». [
Camus, A. (1971). Ο επαναστατημένος άνθρωπος, μτφρ. Τζούλια Τσακίρη. (σελ. 19-20). Αθήνα: Μπουκουμάνης.]
Γενικώς, η εν λόγω αξιολόγηση δεν ορίζεται με βάση την «ατέλεια», την «σύμπτωση» και το «καπρίτσιο» (των πολιτών , των αστυνομικών και του κράτους) παρά μόνον με βάση την κατά Αριστοτέλη «αληθή δόξα» και -μέσα στα όρια της πραγματικότητας των εν δυνάμει και εν ενεργεία κοινωνικών συγκρούσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση το πλέγμα των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, αξιών και πεποιθήσεων τάξεων, ομάδων και ατόμων - την αναμενόμενη έμπρακτη αλληλεγγύη και αμοιβαιότητα μεταξύ των κυριαρχούμενων, καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων, οι οποίοι ως αντιπάλους στο πεδίο της ιδεολογίας και της καθημερινής οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας και πρακτικής έχουν τους παντός είδους κυρίαρχους, καταπιεστές, εκμεταλλευτές και τις δομές ή τους ανθρώπους που τους υπηρετούν και/ή τους στηρίζουν (λίγο ή πολύ, με νομιμοποίηση ή χωρίς νομιμοποίηση...)…»
«…Γενικώς, το κράτος, ως νομιμοποιημένος (στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού ) εξουσιαστικός μηχανισμός, ασκεί κατ’ απόλυτο και μονοπωλιακό τρόπο το δικαίωμα χρήσης και ελέγχου χρήσης της βίας [απ’ τον στρατό και την αστυνομία μέχρι την παροχή αδειών οπλοφορίας και τον υποχρεωτικό εγκλεισμό- σε εφαρμογή σχετικών νόμων και αποφάσεων- ατόμων και συγκεκριμένων ομάδων ατόμων σε ειδικούς για τον σκοπό αυτό κρατικούς χώρους και για ορισμένο κατά περίπτωση χρόνο (σχολεία και φυλακές π.χ.)]. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την εκτός κρατικού ελέγχου χρήση βίας, αφενός από άτομα και αφ’ ετέρου από ομάδες («οργανωμένο έγκλημα») και την ελεγχόμενη χρήση βίας από επιμέρους παρα-κρατικούς μηχανισμούς («παρακράτος»- «βαθύ κράτος»).
( Σημείωση: Η δράση των «ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας» δεν θα μας απασχολήσει εδώ...)
Στα καθ’ ημάς, τα επιλεγόμενα Σώματα Ασφαλείας (Σ.Α.) υπάγονται στο «Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» και όσοι εργάζονται σ’ αυτά (ακόμη και η πλειοψηφία των υψηλόβαθμων στελεχών των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών) είναι υπάλληλοι του κράτους και μισθοδοτούνται απ’ αυτό. Άρα ως δημόσιοι (υπό ιδιότυπο καθεστώς) υπάλληλοι δεν έχουν περιθώρια δράσης και αυτενέργειας πέραν αυτών που τίθενται από το νομιμοποιημένο ή ‘νομιμοποιημένο’ κράτος. {«
Aποδείχθηκε πρόσφατα πως για μία περίοδο καταγράφηκε συνεργασία αστυνομικών με τη “Xρυσή Aυγή”». [ Χρυσοχοΐδης, Μ. (2009). Καμία διαπραγμάτευση για τα Εξάρχεια. Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 8 Νοεμβρίου 2009. (Συνέντευξη στον Τάκη Καμπύλη)]}.
Για τα παραπτώματα (πειθαρχικά ή ποινικά) των υπαλλήλων των Σ.Α. ισχύει, αναλογικώς, ό,τι και για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους...Ένα βασικό γεγονός όμως που διαφοροποιεί ουσιαστικώς τα Σ.Α., και ειδικότερα την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.), από τις υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες είναι ότι οι υπάλληλοι της ΕΛ.ΑΣ. μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους κάνοντας χρήση πυροβόλων και μη πυροβόλων όπλων καθώς και άλλων ειδικών μέσων, τακτικών και μηχανισμών καταστολής και αστυνόμευσης. Η διττή φύση της ΕΛ.ΑΣ. – απ’ το ένα μέρος ο σχεδόν πλήρης έλεγχός της απ’ το κράτος (νομιμοποιημένο ή μη) και απ’ το άλλο η αποδοχή απ’ τους αστυνομικούς των καθηκόντων τους και του τρόπου άσκησής τους – περιορίζει την ευθύνη για τα αποτελέσματα των τακτικών και ενεργειών της (νόμιμων ή παράνομων) αποκλειστικά και αδιαχωρίστως στους αστυνομικούς, στο κράτος και στους -κατά περίπτωση- άλλους ηθικούς υποστηρικτές και/ή αυτουργούς. Σε κανέναν άλλον.
Δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε πως εκτός ορισμένων παθολογικών περιπτώσεων, στατιστικώς κατανεμημένων κατά ομοιόμορφο τρόπο σ’ όλο το δημοσιοϋπαλληλικό φάσμα και ούτως ή άλλως γνωστών στο κράτος και άρα ελέγξιμων, οποιαδήποτε ενέργεια των υπαλλήλων της ΕΛ.ΑΣ. (αστυνομικών) εντάσσεται στα καθήκοντά τους και έχει την έγκριση του κράτους. Γιατί το κράτος γνωρίζει πως εφ’ όσον δίνει το δικαίωμα στους αστυνομικούς να φέρουν πυροβόλα και/ή άλλα όπλα ως ατομικό οπλισμό και να κάνουν χρήση άλλων ειδικών μέσων, τακτικών και μηχανισμών καταστολής και αστυνόμευσης, θα υπάρχει πάντα η πιθανότητα
1) ‘νόμιμων’ και ‘παράνομων’ φόνων/δολοφονιών πολιτών από αστυνομικούς και
2) φόνων/δολοφονιών αστυνομικών «εν ώρα υπηρεσίας» ή «εκτός υπηρεσίας» από πολίτες (νόμιμους/παράνομους).
Οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του κράτους μετά από έναν φόνο/δολοφονία κατά τα ανωτέρω δεν αναιρεί την βεβαιότητα των μελλοντικών φόνων/δολοφονιών.
Το κράτος και η αστυνομία [με διακηρυγμένη την εκκωφαντική ρητορική της «τάξης», της «ασφάλειας» και της «προστασίας των πολιτών», υποστηριζόμενη και από την θρησκεία: «(η εξουσία, ο άρχοντας, σ.σ.) Θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν, εάν δε το κακόν ποιής, φοβού · ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί...»- Απ. Παύλος, Ρωμ. ιγ΄ 4. (Διότι ο άρχοντας- η εξουσία- είναι υπηρέτης του Θεού για την προστασία σου και το καλό των πολιτών. Εάν δε πράττεις το κακό, να φοβάσαι, γιατί δεν φέρει πάνω του εις μάτην ή τυχαίως το μαχαίρι...-οι υπογρ. δικές μου)] έχουν αξιολογήσει την κατάσταση και έχουν κατ’ απόλυτη έννοια αποφασίσει πως οι φόνοι, οι δολοφονίες και η κακομεταχείριση πολιτών από την αστυνομία που έχουν γίνει μέχρι τώρα (και οι στατιστικώς πιθανές παρόμοιες περιπτώσεις που μπορεί να συμβούν στο μέλλον) καθώς και οι φόνοι και δολοφονίες αστυνομικών από πολίτες δεν αποτελούν ικανούς λόγους για την κατάργηση (ή έστω τον πλήρη και κατ’ απόλυτο τρόπο αφοπλισμό, ήτοι απ’ όλα ‘τα πυροβόλα και μη πυροβόλα όπλα και τα άλλα ειδικά μέσα και μηχανισμούς καταστολής και αστυνόμευσης’...) της ΕΛ.ΑΣ.
Παρ’ όλο που και οι ίδιοι οι αστυνομικοί δέχονται ότι «ο “θεσμικός χώρος” των δυνάμεων ασφαλείας, των αστυνομικών δυνάμεων, διαπερνάται και καθορίζεται από μια διπλή κρίση : πρώτον από την “ελλειμματική” του νομιμοποίηση από την πλευρά της κοινωνίας και δεύτερον από την “εργαλειακή” του χρήση από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας» [Π.Ο.ΑΞΙ.Α. (2009). Ομιλία του προέδρου της Π.Ο.ΑΞΙ.Α. κ. Γεωργατζή Δημητρίου «στην συμβολική ένστολη συγκέντρωση διαμαρτυρίας» στην Αθήνα, 23 Ιουλίου 2009.
http://www.poasy.gr/nea-%20anakoinoseis/2008/omilia_poaxia_23_7_09.htm] η πραγματικότητα δείχνει, αφού η ΕΛ.ΑΣ. δεν έχει (και δεν προβλέπεται να) καταργηθεί ούτε έχει τουλάχιστον αφοπλισθεί πλήρως και κατ’ απόλυτο τρόπο, πως στην πράξη και υπό την σκέπη νομιμοποιημένων διαδικασιών και τακτικών (ενν. στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού) γίνεται αποδεκτή από το κράτος και από κάποιο απροσδιόριστο ποσοστό πολιτών (χάριν της «τάξης», της «ασφάλειας» και της «προστασίας των πολιτών») ως αναπόφευκτη και οργανικώς συνδεδεμένη με την ύπαρξη της ΕΛ.ΑΣ. και του ίδιου του κράτους η κατάσταση των κατά τα ανωτέρω φόνων και δολοφονιών, της καταστολής και της αστυνόμευσης.
[Σημείωση: Τυχόν ριζική αλλαγή στην οργάνωση και τις πρακτικές της ΕΛ.ΑΣ. ή κατάργησή της προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών «τάξη», «ασφάλεια» και «προστασία των πολιτών» καθώς και αλλαγή του τρόπου υπαγωγής υπό το καθεστώς του υφισταμένου συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης όσων παραβιάζουν τους κρατικούς νόμους].
Πριν αποφασίσει κάποιος «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει» θέτει την προαναφερθείσα πραγματικότητα εντός συγκεκριμένων αξιολογικών ορίων, μεγάλης ή μικρής εμβέλειας. «Χωρίς υπέρ και κατά ο δολοφόνος δεν έχει ούτε δίκιο ούτε άδικο. Μπορούμε να συνδαυλίζουμε τη φωτιά στα κρεματόρια, όπως ακριβώς θα μπορούσαμε ν’ αφοσιωθούμε στην περιποίηση των λεπρών. Η κακία κι η αρετή γίνονται σύμπτωση ή καπρίτσιο. Θ’ αποφασίσουμε τότε να μη δρούμε, που σημαίνει ότι το λιγότερο αποδεχόμαστε τη δολοφονία του πλησίον οικτίροντας μόνο την ατέλεια των ανθρώπων». [
Camus, A. (1971). Ο επαναστατημένος άνθρωπος, μτφρ. Τζούλια Τσακίρη. (σελ. 19-20). Αθήνα: Μπουκουμάνης.]
Γενικώς, η εν λόγω αξιολόγηση δεν ορίζεται με βάση την «ατέλεια», την «σύμπτωση» και το «καπρίτσιο» (των πολιτών , των αστυνομικών και του κράτους) παρά μόνον με βάση την κατά Αριστοτέλη «αληθή δόξα» και -μέσα στα όρια της πραγματικότητας των εν δυνάμει και εν ενεργεία κοινωνικών συγκρούσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση το πλέγμα των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, αξιών και πεποιθήσεων τάξεων, ομάδων και ατόμων - την αναμενόμενη έμπρακτη αλληλεγγύη και αμοιβαιότητα μεταξύ των κυριαρχούμενων, καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων, οι οποίοι ως αντιπάλους στο πεδίο της ιδεολογίας και της καθημερινής οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας και πρακτικής έχουν τους παντός είδους κυρίαρχους, καταπιεστές, εκμεταλλευτές και τις δομές ή τους ανθρώπους που τους υπηρετούν και/ή τους στηρίζουν (λίγο ή πολύ, με νομιμοποίηση ή χωρίς νομιμοποίηση...)…»

Από:politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?p=192919#192919